υδρομεταλλουργία

υδρομεταλλουργία
η, Ν (μεταλλ.-χημ.) το σύνολο τών διαδικασιών και τεχνικών εξαγωγής τών μετάλλων που περιέχονται σε ένα ακατέργαστο ή εμπλουτισμένο μετάλλευμα με διαλυτοποίησή του μέσα σε ένα υδατικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrometallurgy < hydro- (< υδρ[ο]-*) + -metallurgy (πρβλ. μεταλλουργία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδρομεταλλουργικός — ή, ό, Ν [υδρομεταλλουργία] (μεταλλ. χημ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρομεταλλουργία («υδρομεταλλουργικές τεχνικές») …   Dictionary of Greek

  • ιοντοανταλλάκτες — Στερεές φυσικές ή συνθετικές ουσίες, ουσιαστικά αδιάλυτες, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενός οξέος (ανταλλάκτες κατιόντων) ή μιας βάσης (ανταλλάκτες ανιόντων) και χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή ιόντων από διαλύματα ηλεκτρολυτών. Οι ι. μπορεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”